δελεαστικότητα

δελεαστικότητα
η
η ιδιότητα τού δελεαστικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελεαστικός. Η λ. μαρτυρείται το 1894 από τον Daramot (ψευδώνυμο τού Χρ. Δαραλέξη) στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”